ΠΗΓΗ: NewsBeast
Η Απανεμιά είναι η μοναδική επιζήσασα του κινήματος των μπουάτ σήμερα. Άνοιξε το 1964, την ίδια χρονιά με τη μπουάτ Εσπερίδες. Πενήντα τρία χρόνια ζωής για την πρώτη μπουάτ της Πλάκας.
Το όνομα μπουάτ στα γαλλικά σημαίνει «μικρό κουτί». Κι ο καλλιτέχνης στις μπουάτ εμφανίζεται μόνο με μια κιθάρα, μουσικά γυμνός, χωρίς ορχήστρα.
Ο Γιάννης Σπανός στο διάστημα της παραμονής του στο Παρίσι έπαιζε στις μπουάτ της αριστερής όχθης του Παρισιού. Εκεί σύχναζαν οι μεγάλοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι της εποχής. «Έγινα συνθέτης μελοποιώντας Γάλλους ποιητές», είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του. Στις αρχές του ’60 ξεκίνησε το ελληνικό «nouvelle vague» (νέο κύμα), το οποίο έφερε ο Σπανός, μελοποιώντας Έλληνες ποιητές.
Στις μπουάτ σύχναζαν μεταξύ άλλων όσοι διώκονταν στη χούντα για τα πολιτικά τους φρονήματα. Τότε οι τσιλιαδόροι την έστηναν στις γωνίες της Πλάκας, ενώ από τα μαγαζιά ακούγονταν η απαγορευμένη μουσική του Θεοδωράκη.
Στα «κουτιά» σύχναζαν ανάμεσα σε άλλους ο Καββαδίας, ο Χατζιδάκις, η Νταντωνάκη. Από την Απανεμία πέρασε ο Λέοναρντ Κοέν. Αλλά και στις γειτονικές Εσπερίδες άκουσε μουσική ο Όρσον Γουέλς. Στην Πλάκα βρέθηκαν και οι Beatles, στη μπουάτ του Λάκη του Παππά, όταν συνεργάτης τους, Magic Alec, κατά κόσμον Αλέξανδρος Μάρδας, τους έφερε στην Αθήνα.
Το όνομα της Απανεμιάς γεννήθηκε από την τραγουδίστρια του Γιάννη Μαρκόπουλου και συνθέτρια, Μαίρη Δαλάκου και τον άνδρα της τον Σπύρο Καμπάνη. Οι δυο τους έγραψαν ένα τραγούδι για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και το ονόμασαν Απανεμιά. Αυτό το τραγούδι χάρισε το όνομά του στο μαγαζί. Μαζί μ’ αυτό, η τοποθεσία της, καθώς πρόκειται για ένα μαγαζί απάνεμο, διαδραμάτισε το ρόλο της στην ονοματοδοσία.
Ο Βαμβακάρης ανέβηκε επίσης στο πάλκο της Απανεμιάς. Ο Σπανός είχε αφηγηθεί κάποια στιγμή πως είχε κρυφτεί -18 χρονών ακόμα- σε μία γωνία της Πλάκας και κρυφοκοίταζε τον Βαμβακάρη. Παρατηρούσε πώς κάπνιζε, πώς στεκόταν…
Η μετάβαση στην τρίτη εποχή της Απανεμιάς
«Για 15 χρόνια έμενα στον ακριβώς από κάτω δρόμο. Κλεψύδρας και Θρασυβούλου γωνία. Η Απανεμιά ήταν το στέκι μου. Πριν από οκτώ χρόνια έβγαινε στη σύνταξη ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, Βαγγέλης Ντίκος. Έτσι ήρθαν τα πράγματα και αποφάσισα να πάρω το μαγαζί», λέει ο Πάνος Δημητρόπουλος, ποιητής και ιδιοκτήτης σήμερα της Απανεμιάς..
«Δεν με ενδιέφερε να πάρω άλλο μαγαζί. Αυτό ήθελα. Την απανεμιά που εκτός από μαγαζί, είναι και μουσείο της ελληνικής μουσικής. Εδώ τραγούδησαν όλοι οι Έλληνες καλλιτέχνες του ’60, του ’70, του ’80. Έλεγαν στη μία πέντε τραγούδια, στην επόμενη άλλα πέντε. Υπήρχαν βέβαια και σταθερές συνεργασίες. Ο Πουλόπουλος για παράδειγμα έμεινε 2-3 χρόνια στην ακριβώς διπλανή μπουάτ, τις Εσπερίδες. Εδώ έπαιξε ο Σαββόπουλος και ο Λοΐζος που δοκίμαζαν τα τραγούδια τους».
Η Αλεξίου, η Γαλάνη, η Βίσση και τα πρώτα μεροκάματα του Μητροπάνου
«Οι μπουάτ ήταν ο προπομπός των μουσικών σκηνών. Υπήρχαν λίγα κοσμικά κέντρα εκείνη την εποχή, που σέρβιραν φαγητό. Καμία σχέση με τα σημερινά κέντρα… Για πολλά χρόνια η διασκέδαση των μεσοαστών και των μικροαστών, ήταν οι μπουάτ. Σκέψου ότι έπαιζε ο Σπανός, η Αρλέτα, η Αλεξίου, η Γαλάνη, η Βίσση, ο Πάριος. Όλοι τους άσημοι τότε. Ο Μητροπάνος έκανε εδώ το πρώτο του μεροκάματο. Κι ομολογώ πως δεν το ήξερα. Το έμαθα πρόσφατα από τον Ηλία το Μπενέτο. Πρώτα μεροκάματα έκανε εδώ και ο Μπουλάς», λέει ο Πάνος.
«Το κίνημα των μπουάτ ευδοκίμησε στην Πλάκα, καθώς στο DNA του Έλληνα λειτούργησε η ύπαρξη της Ακρόπολης. Είναι τα στενά σοκάκια που την κάνουν γραφική. Η Πλάκα όμως αποτέλεσε και στέκι καλλιτεχνών. Εδώ ήταν τα στέκια της εποχής. Οι προάγγελοι των μπουάτ ήταν κάποια μαγαζάκια στη γειτονιά, που άνοιγαν κάποιοι ηθοποιοί και μαζεύονταν για να διαβάσουν ποίηση. Έπαιζαν λίγη μουσική, ένα μονόλογο από κάποιο έργο».
Στη δικτατορία, μόνο στις μπουάτ έπαιζαν Θεοδωράκη. Πολύς κόσμος τραβήχτηκε τότε για εξακρίβωση στο τμήμα από ασφαλίτες που έρχονταν με πολιτικά. Χαρακτηριστικό είναι ένα συμβάν με το Λίνο Κόκκοτο, το οποίο είχε αφηγηθεί ο ίδιος. Έπαιζε ένα τραγούδι, του οποίου ο σκοπός έμοιαζε με Θεοδωράκη. Οι ασφαλίτες τον έσυραν έξω από το μαγαζί. Από την άλλη ο κόσμος τον τραβούσε για να μην τον πάρουν στο τμήμα.
«Φαντάσου ότι την εποχή του Πολυτεχνείου έρχονταν οι φοιτητές στην Απανεμιά με ματωμένα χέρια. Οι μπουάτ ήταν ένα καταφύγιο. Κυρίως όμως πνευματικό καταφύγιο. Δεν ήταν μόνο το Νέο Κύμα και οι πρωτοεμφανιζόμενοι καλλιτέχνες. Η γενιά της αμφισβήτησης σύχναζε εδώ», αφηγείται ο ιδιοκτήτης της.
«Αυτό που διαφοροποιεί την Απανεμιά από τα κοσμικά κέντρα της εποχής, είναι ότι δεν έχει μπαρ στο ισόγειο, αλλά στο υπόγειο για λόγους συντήρησης του μυσταγωγικού κλίματος. Ο κόσμος κάθεται να ακούσει μουσική και να γίνει μια παρέα με τους υπόλοιπους. «Οι θαμώνες δεν χορεύουν, δεν τρώνε, δεν χειροκροτούν. Παλιά μάλιστα δακτυλοκροτούσαν για να μη χαλάσουν την ατμόσφαιρα του χώρου».
Στο ποτό η Απανεμιά διατηρεί μία ιδιότυπη παράδοση. Σερβίρει μόνο ουίσκι VAT 69. Το ουίσκι των μπουάτ. «Δεν έχουμε μεγάλη κάβα. Σερβίρουμε επίσης κρασί, τσίπουρο, βερμούτ».
Ο Μιχάλης Βιολάρης με πρώτο μισθό μία μοσχαρίσια μπριζόλα
Από τους τραγουδιστές που έκαναν τα πρώτα τους βήματα στις μπουάτ ήταν ο Mιχάλης Βιολάρης. Με απόλυτη λεπτομέρεια επιστρέφει σε αναμνήσεις άνω των 50 ετών και αφηγείται….
«Πριν από την Παράγκα, στην οποία έκανα τα πρώτα μου βήματα σε μπουάτ, υπήρχε ένας χώρος στην πλατεία Αμερικής, ο οποίος ανήκε στη Σούλη Σαμπάχ και στο Δημήτρη Νικολαΐδη. Το μαγαζί είχε πάρει το όνομά του από το αρσενικό σκυλάκι της Σούλης και του Δημήτρη: Πεπίτο».
«Η αμοιβή μου τότε -καθότι δεν υπήρχαν χρήματα- ήταν μία μπριζόλα μοσχαρίσια. Μοσχαρίσια μισοψημένη και μία σαλάτα. Ένας ερασιτέχνης όπως εγώ το 1965, δεν μπορούσε να έχει περισσότερες απαιτήσεις».
«Με πρωτοείδε ο Αντώνης Αντωνίου, τον οποίο είχα συνάντησα πρώτη φορά στο θέατρο όταν σκηνοθετούσε ένα έργο του Κωνσταντάρα. “Έτσι όπως είσαι με αυτή τη φωνή, τα κοκάλινα γυαλιά και καθώς παίζεις και πιάνο, ταιριάζεις στην Πλάκα”, μου είχε πει».
«Πέρασε ο καιρός χωρίς νεότερες εξελίξεις. Το 1966 με πήγε ο Αντωνίου στις μπουάτ τις Πλάκας. Κάτω από την Απανεμιά ήταν τα Ταβάνια. Εκεί έπαιζε ο Γιώργος Μαρίνος. Λίγο πιο πέρα βρισκόταν η Κατακόμβη. Εκεί τραγουδούσε ο Πουλόπουλος. Αφού περάσαμε το ίδιο βράδυ ακόμα δυο τρεις μπουάτ, καταλήξαμε στην Παράγκα. Με σύστησε ο Αντωνίου στον ιδιοκτήτη της Παράγκας, τον Μαυρομάτη και του ζήτησε να παίξω ένα τραγούδι. Ο Μαυρομάτης αφού με άκουσε, μου πρότεινε να πηγαίνω μία φορά την εβδομάδα και να τραγουδάω. Κάπως έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μου με τις μπουάτ. Αργότερα ζήτησε να παίζω και την Πέμπτη και στη συνέχεια με ήθελε έξι φορές την εβδομάδα με μεροκάματο 100 δραχμές την ημέρα. Ήμουν τότε φοιτητής της Φιλοσοφικής. Κι αυτή ήταν μία φοβερή οικονομική ένεση».
«Έτσι, ανέστειλα τις σπουδές μου για να ακολουθήσω το τραγούδι. Μου έδωσε ο Σπανός το “Άσπρα Καράβια τα Όνειρά μας”, το οποίο έγινε μεγάλη επιτυχία και μπήκα στη δισκογραφία. Υπήρξα τυχερός γιατί η Παράγκα, έφερε μία άλλη μπουάτ, τη Αυλαία, αλλά και τη συνεργασία με γνωστούς καλλιτέχνες όπως η Αρλέτα και η Καίτη Χωματά».
Τα πρώτα μεροκάματα του Μητροπάνου
«Στην εποχή των μπουάτ θυμάμαι τον Μητροπάνο, ο οποίος ερχόταν και έλεγε πέντε τραγούδια σε μία μπουάτ για να πάρει ένα μικρό ποσό. Αμέσως έφευγε και πήγαινε σε μία άλλη για να πει άλλα πέντε τραγούδια και να πάρει μερικά χρήματα κι εκεί, καθότι είχε οικονομική ανάγκη. Μπορεί να πήγαινε συνολικά σε τρεις-τέσσερις μπουάτ κάθε βράδυ, για να βγάλει ένα μεροκάματο».
Σύμφωνα με το Μιχάλη Βιολάρη, η μπουάτ χρέωνε 30 δραχμές το νεσκαφέ – για όσους δεν έπιναν αλκοόλ – και 40 δραχμές το βερμούτ. Δεν υπήρχε ουίσκι σε πολλές από αυτές. «Σε άλλες ωστόσο, όπως εκείνη του Χατζή, σέρβιραν και τραχανά».
Η μπουάτ και το Νέο Κύμα
Οι θαμώνες ήταν κυρίως νεαρά άτομα και φοιτητές, αλλά και λάτρεις της μουσικής. «Η μπουάτ στην πραγματικότητα δεν είχε σχέση με το Νέο Κύμα, παρά το γεγονός ότι κάποιοι τις ταυτίζουν με αυτό. Στη μπουάτ κάθε τραγουδιστής μπορούσε να πει ό,τι τραγούδι του άρεσε, ξεκινώντας από τον Τσιτσάνη και φτάνοντας στον Χατζιδάκι ή στον Καλδάρα. Σκεφτείτε πως όταν ξεκίνησα στην Παράγκα, τραγούδησα το “Όταν σημάνει η ώρα” του Άκη Πάνου και άλλα δύο κυπριακά. Μεταξύ αυτών το “Ούλα χαλάλιν σου” που είχα γράψει στα 23 μου. Θυμάμαι πως όταν έκανα τον πρώτο μου δίσκο έδινα τότε δύο δραχμές σε έναν διαφημιστή, ο οποίος είχε μία εκπομπή, για να προτιμάει το δικό μου τραγούδι, και να ακούγεται στην ΥΕΝΕΔ».
Πώς ταυτίστηκε το Νέο Κύμα με τις μπουάτ
Ο Μιχάλης Βιολάρης θυμάται ότι ο Σπανός έφερε το Νέο Κύμα κατά μετάφραση του γαλλικού nouvelle vague, πείθοντας τον Αλέκο Πατσιφά της Lyra, να ενταχθεί το σχήμα στα μαγαζιά μόνο με μία κιθάρα, ένα πιάνο και τραγούδι. Αυτό που πρότεινε ουσιαστικά ο Σπανός ήταν το Νέο Κύμα στο ελληνικό τραγούδι, ως απάντηση στα μεγάλα μουσικά σχήματα που είχε τότε η Columbia, η οποία είχε χρήματα να πληρώνει, σε αντίθεση με τη Lyra που ήταν μία μικρή εταιρεία».
«Όταν ξεκίνησε το Νέο Κύμα, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, γνωστός με το ψευδώνυμο Μύρης, είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα. Τότε γνώρισε τη Χωματά και της έγραψε τα πρώτα τραγούδια. Αγκάλιασαν το Νέο Κύμα κάποιοι άνθρωποι του μεγέθους Γεωργουσόπουλου, ο οποίος έγραψε στίχους και για ‘μένα τραγούδια όπως “Tα καραβάκια” σε μουσική του Βασίλη Κουμπή. Ο Γεωργουσόπουλος έγραψε αργότερα και τραγούδια στο Μητροπάνο. Το Νέο Κύμα πρόσφερε τραγουδιστές όπως η Χωματά, η Κουμιώτη, εγώ, ο Λάκης Παππάς. Όλοι εμείς οι ερασιτέχνες γίναμε αρεστοί στο φοιτητικό κοινό, με μισθούς 100 δραχμές το βράδυ. Πιστεύω λοιπόν ότι κατά ένα τρόπο ταυτιστήκαμε με τις μπουάτ και ίσως γι’ αυτό και όσοι μιλούσαν για Νέο Κύμα εννοούσαν εμάς που τραγουδούσαμε στις μπουάτ.
«Για παράδειγμα ο Κώστας Χατζής δεν ανήκε καν στη Lyra. Όταν πηγαίναμε στις μπουάτ του Κώστα Χατζή, στο υπόγειο, έπαιζε σαντούρι ο πατέρας του. Ο Χατζής τραγουδούσε Χατζιδάκι, Θεοδωράκη και κάποια άλλα τραγούδια, γνωστά ως γύφτικα. Ο ίδιος συμμετείχε στην πρώτη μπουάτ που άνοιξε το 1958 κοντά στο Σύνταγμα, στον Τιπούκειτο. Το όνομα προήλθε από έναν βυζαντινό κώδικα του 14ου αιώνα, με παραπομπή σε ένα άλλο βιβλίο το οποίο υποδείκνυε που βρίσκεται κάποιο συγκεκριμένο άρθρο (Τι Που Κείται=Τιπούκειτος)».
Ο γύφτος και η πρώτη μπουάτ στην Αθήνα
«Κάποια στιγμή είχε έρθει ο Λάκης Παππάς στον Τυπούκειτο. Αυθόρμητα ξεκίνησε να παίζει κιθάρα. Στην πραγματικότητα ο Τυπούκειτος λειτούργησε ως καφενείο. Ο ιδιοκτήτης μόλις τον άκουσε, κάλεσε τον Παππά να πηγαίνει κάθε βράδυ με μισθό 15 δραχμές και να τραγουδάει. Κάποια στιγμή περνούσε ένας γύφτος έξω από το μαγαζί. Άκουσε κιθάρα και μπήκε μέσα. Στο διάλειμμα έπιασε κουβέντα τον Παππά και τον ρώτησε εάν υπάρχει καμιά δουλειά. Τότε παρενέβη ο Μπουκουβάλας, ο ιδιοκτήτης, και ρώτησε ποιος ήταν ο γύφτος. “Aπό εδώ ο Κώστας Χατζής, παίζει καλή κιθάρα”, τον σύστησε ο Παππάς. Αμέσως ο Μπουκουβάλας στράφηκε στον Χατζή και του είπε: “Θέλεις να έρχεσαι να παίζεις με 15 δραχμές μεροκάματο;”. Κάπως έτσι ξεκίνησε η πορεία του Χατζή το 1961», όπως αναφέρει ο Μιχάλης Βιολάρης.
Το «σπίτι» στο υπόγειο της Απανεμιάς και ο Μίνως Μάτσας
Το υπόγειο της Απανεμιάς γνώρισε και άλλες χρήσεις, πριν γίνει μπουάτ. Εκεί βρισκόταν μία ιερόδουλη επί Κατοχής, με πελάτες Γερμανούς στρατιώτες, σύμφωνα με την αφήγηση του Βιολάρη. Αυτό το «σπίτι» μετατράπηκε σε αντιστασιακό χώρο.
«Την είχαν πλησιάσει οι αντιστασιακοί κι εκείνη λειτουργούσε ως πληροφοριοδότης τους, καθώς μάθαινε αρκετά μυστικά από τους Γερμανούς πελάτες της. Αργότερα ήρθε ο “κακός” του ελληνικού κινηματογράφου, Αρτέμης Μάτσας, και έφτιαξε μπαρ. Ο χώρος δεν είχε οροφή τα πρώτα χρόνια, ενώ υπήρχαν και καλοκαιρινά προγράμματα. Το κτίριο ήταν καλυμμένο με τέντα για να προφυλάσσεται ο κόσμος από τη βροχή. Οι στέγες φτιάχτηκαν αργότερα. Στο μπαρ του Μάτσα σύχναζε ο καλλιτεχνικός κόσμος της εποχής. Τον Μάτσα διαδέχθηκε το 1964 Καμπάνης. Νοίκιασε το χώρο και τον ονόμασε Απανεμιά. Αρχικά τραγουδούσε η Μαίρη Δαλάκου spirituals αλλά και τραγούδια που είχε γράψει με τον Γιάννη Μαρκόπουλο».
Ο Μιχάλης Βιολάρης αφηγείται ότι «η Απανεμιά βασίστηκε σε μία συγκεκριμένη φιλοσοφία, δημιουργώντας δύο διαφορετικά προγράμματα. Τις καθημερινές πήγαινε το πρώτο ρεύμα πελατών, οι λεγόμενοι “πρωινοί” και στη μέση του προγράμματος έφευγαν για να ακολουθήσουν οι επόμενοι. Ο Γιώργος Ζωγράφος διέκοπτε το πρόγραμμα, λέγοντας: “Οι πρωινοί να φεύγουν”. Αυτό συνέβαινε και σε άλλες μπουάτ, κυρίως σε όσες δεν είχαν πολλά καθίσματα. “Υπήρχαν κάποιοι θαμώνες που ήταν φτωχοί. Οι φοιτητές για παράδειγμα την έβγαζαν με 30 δραχμές καφέ όλο το βράδυ και άλλες 30 δραχμές για την κοπέλα τους. Επειδή λοιπόν δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να πάρει δεύτερο καφέ ή ποτό, έφευγαν για να τους διαδεχθούν οι επόμενοι».